Final Four στους αμμόλοφους: η αρχή ενός παραμυθιού (Μέρος Δ΄)

Το μαγικό λυχνάρι βρέθηκε σε άξια χέρια…

Σε μια μικρή χώρα, με σχετικά μικρό πληθυσμό συγκριτικά με τις άλλες “μπασκετομάνες”, αλλά και με μια παλιά επιτυχία (από το 1987), σε μια επαρχία της χωρίς ιδιαίτερη παράδοση στο άθλημα, μεγάλωσε ένα πολύ φιλόδοξο αγόρι: ο μικρός Βασίλης!

Κόντρα στις απόψεις των φίλων του, μαγεμένος από τις εικόνες του παλιού θριάμβου της Εθνικής, με πρότυπα τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, ένα πρωί, περπατώντας στις ερημιές του κάμπου της Λάρισας, βρήκε ένα λυχνάρι. Ένα περίεργο λυχνάρι, που μέσα του έκρυβε ένα τζίνι!

Το τζίνι αυτό του υποσχέθηκε πως θα του πραγματοποιήσει τρεις ευχές, αρκεί κάθε μέρα να το ποτίζει με τον ιδρώτα της δουλειάς του στο παρκέ. Και ο μικρός Βασίλης σεβάστηκε τους όρους του…

Από τον μικρό (και ανύπαρκτο στον μπασκετικό χάρτη της Ευρώπης) Γυμναστικό Λάρισας, ανέβηκε το 2001 στην ομάδα του Αμαρουσίου και κατέληξε στον Παναθηναϊκό το 2005. Ήταν ένας από τους τέσσερις σωματοφύλακες στα guard (Διαμαντίδης, Ζήσης, Παπαλουκάς) της Εθνικής Ελλάδας, κατακτώντας το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 2005 και το αργυρό στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006.

Με ένα μικρό πέρασμα από τους Houston Rockets, επέστρεψε στους “πράσινους”, για χάρη του μέντορα Zelico Obradovic και έκτοτε έβαλε πλώρη για να τον γνωρίσει για τα καλά όλη η μπασκετική Ευρώπη!

Πρώτη ευχή: “Να γίνω βασιλιάς της Ευρώπης”

Η αλήθεια είναι πως ο Βασίλης στάθηκε τυχερός με το που επέστρεψε από την Αμερική. Είχε για συμπαίκτες τον βασικό κορμό μιας πολύ επιτυχημένης φουρνιάς παικτών, με ταλέντο που ξεχείλιζε στο παρκέ. Παράλληλα, είχε πλαισιωθεί και από το «χρυσό αγόρι» του τότε ευρωπαϊκού μπάσκετ, τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους.

Το 2009, ο Σπανούλης γεύεται για πρώτη φορά τη συμμετοχή του σε Final Four της Euroleague. Σε εκείνη τη διοργάνωση, ακόμα και όταν η μπάλα «έκαιγε», πήρε κρίσιμες προσπάθειες στον εμφύλιο ημιτελικό με τον Ολυμπιακό, κερδίζοντας τον προπονητή της Εθνικής (και παλιό του είδωλο), Παναγιώτη Γιαννάκη. Παράλληλα, αποτέλεσε κομβικό γρανάζι και πρώτο σκόρερ των «πράσινων» στην πορεία τους προς την κορυφή.

Ο Βασίλης, στο πρώτο του Final Four στο Βερολίνο, δεν ήταν απλώς τροπαιούχος. Αναδείχθηκε και πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης. Ήταν ήδη στην κορυφή της Ευρώπης, με μια ομάδα που, στο πρώτο ημίχρονο του τελικού, είχε προηγηθεί με +17 πόντους, αφήνοντας μία από τις καλύτερες εμφανίσεις στην ιστορία του θεσμού για το συγκεκριμένο διάστημα.

Η πρώτη ευχή είχε ήδη πραγματοποιηθεί — τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο…

Δεύτερη ευχή: “Να κάνω κάτι που δεν έκανε κανείς”

Το καλοκαίρι του 2010, ο «ευνοημένος» από το λυχνάρι πρίγκιπας πήρε ίσως τη σημαντικότερη απόφαση της καριέρας του — αυτή που απαιτούσε το μεγαλύτερο αθλητικό θάρρος, εκείνη που άλλαξε τον χάρτη, τους συσχετισμούς, αλλά και την ίδια του τη μοίρα. Λες και είχε βάλει στόχο να κάνει κάτι ακόμα μεγαλύτερο… Και το τζίνι εισάκουσε τις (προσ)ευχές του!

Στο Final Four του 2010, ο Evan Fournier είχε ερωτευτεί τον Ολυμπιακό. Εκείνο το ίδιο καλοκαίρι, ο Σπανούλης είχε ήδη οραματιστεί τη ζωή του στον Πειραιά. Ερχόμενος στο λιμάνι, δεν φρόντισε μόνο να αλλάξει την ιστορία των «ερυθρόλευκων» — τους μετέτρεψε στην πιο επιτυχημένη ομάδα της επόμενης δεκαπενταετίας, αν μετρήσει κανείς τις παρουσίες σε Final Four, τις συνεχόμενες προκρίσεις, τις κατακτήσεις τίτλων, αλλά και το πώς το ίδιο το brand τους εκτοξεύτηκε.

Ο Σπανούλης κατακτά back-to-back τίτλους σε Κωνσταντινούπολη και Λονδίνο (2012, 2013), αποσπώντας ταυτόχρονα άλλα δύο βραβεία MVP των τελικών. Ήταν ήδη κάτοχος τριών τροπαίων, όλα με τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη!

Ισοφαρίζει την επίδοση του θρυλικού Toni Kukoč με την Jugoplastica Split (1989, 1990, 1991) και ταυτόχρονα γίνεται ένας από τους ελάχιστους που έχουν κατακτήσει περισσότερους από δύο τίτλους με διαφορετικές ομάδες.

Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον κάτοχο του λυχναριού. Ο Σπανούλης παρέμεινε στα παρκέ μέχρι το καλοκαίρι του 2021, αποχαιρετώντας τότε την μπάλα που τόσο αγάπησε — και για την οποία δούλεψε τόσο σκληρά για να φτάσει στην κορυφή. Ενδιάμεσα, έφτασε ακόμη δύο φορές σε τελικό (2015 και 2017), όμως η έδρα —που έπαιξε σημαντικό ρόλο— καθόρισε το αποτέλεσμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο «guard με το λυχνάρι» υστέρησε σε απόδοση.

Έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στις αναμετρήσεις με την CSKA, η οποία κάθε φορά που τον συναντούσε σε Final Four, αποχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι.

Ο μικρός ήρωας του παραμυθιού μας δεν ήταν πια απλώς ένας εξαιρετικός παίκτης. Ούτε απλώς ένας «βασιλιάς των παρκέ». Ήταν πλέον κάτοχος ενός ασύλληπτου ρεκόρ συμμετοχών, διακρίσεων και κατακτήσεων. Και αποτελεί πλέον στόχο για όποιον ασχολείται με το άθλημα να τον ξεπεράσει. Κάτι που ίσως δούμε —αν το δούμε— μόνο ύστερα από πολλά χρόνια.

Αναμφίβολα, έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα δικά του είδωλα, τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αν κρίνουμε από τους τίτλους που έχει κατακτήσει.

Η τρίτη ευχή… αν ειπώθηκε, ποιά είναι;

Πάμε στο τώρα… Στο σήμερα, στο μετά! Φορώντας κοστούμι πια, ο Σπανούλης συναντά ξανά την Ευρωλίγκα — αυτή τη φορά από τον πάγκο. Μπορεί να μην άλλαξε χρώματα στη στολή του, αφού όπως τελείωσε την καριέρα του ως παίκτης, έτσι ξεκίνησε και την προπονητική του σταδιοδρομία: σε ομάδα τοπ ευρωπαϊκού επιπέδου, ξανά στα «ερυθρόλευκα».

Και αν υπήρξε ο βασιλιάς (όπως ηχεί το μικρό του όνομα) της ομάδας του μεγάλου λιμανιού που λάτρεψε, τώρα επιστρέφει στην Ευρωλίγκα με άλλη συνοδεία. Πλέον ηγείται της προσπάθειας της Μονακό — αυτού του μικρού κρατιδίου, γνωστού για τις βασιλικές του ίντριγκες, τον θρυλικό αγώνα της Formula 1 και τα πολυτελή καζίνο του.

Σε σχεδόν δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα χλιδής —όπως αρμόζει στο πλούσιο παλμαρέ του—, με το λυχνάρι του να λέγεται πως κρατά ακόμα μία ευχή, οδεύει προς τους αμμόλοφους του Άμπου Ντάμπι. Εκεί, η ομάδα του πριγκιπάτου θα συμμετάσχει για δεύτερη φορά στην τελική φάση της διοργάνωσης. Και, όπως και την πρώτη, θα βρει μπροστά της τον Ολυμπιακό στον ημιτελικό.

Την πρώτη φορά, το 2023 στο Κάουνας, η Μονακό είχε προηγηθεί στο σκορ, αλλά έγινε μάρτυρας μιας τρίτης περιόδου που έμεινε ανεξίτηλη στην ιστορία των Final Four — δεχόμενη επί μέρους σκορ 27-2 από την ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα.

Αυτήν ακριβώς την ομάδα βρίσκει ξανά απέναντί της. Μόνο που τώρα, στον πάγκο των Μονεγάσκων κάθεται ο πάλαι ποτέ ηγέτης του Ολυμπιακού, με τη φανέλα του να κοσμεί την οροφή του ΣΕΦ.

Ο Βασίλης Σπανούλης θέλει να μεγαλώσει τον μύθο του. Για να το καταφέρει, πρέπει να οδηγήσει τη νέα του ομάδα στον τελικό — νικώντας την ομάδα που τον έκανε μύθο. Για να «ξοδέψει» την τελευταία του ευχή από το λυχνάρι, πρέπει να στενοχωρήσει εκείνους που τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει τις προηγούμενες…

Κι ίσως αυτό είναι που κάνει τον αθλητισμό τόσο μοναδικό: είναι γεμάτος από ιστορίες που διασταυρώνονται, που μπλέκουν μεταξύ τους. Κι εμείς είμαστε εδώ, έτοιμοι να ζήσουμε ένα ακόμα Final Four, με πρωταγωνιστές που μεγαλούργησαν από άλλα πόστα τα τελευταία 20 χρόνια — και που εξακολουθούν να μας κάνουν να νιώθουμε μικρά παιδιά, μόλις πριν το επόμενο τζάμπολ.

Καλό μας Final Four, εκεί στο μαγευτικό Άμπου Ντάμπι… Δώστε μια κλωτσιά στην πορτοκαλί μπάλα — παραμύθι να αρχινήσει!

Ο Γιώργος Παπαγιάννης MVP στη νίκη-πρόκριση της Μονακό απέναντι στη Μπαρτσελόνα