Τότε και τώρα
Δεν θέλω να το παίξω παλιός, ούτε να γκρινιάξω για «την εποχή μας». Αλλά κάποιες φορές, βλέποντας αυτά που γίνονται σήμερα στο ελληνικό μπάσκετ, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα όταν ο Άρης και ο Πάοκ μονοπωλούσαν την κορυφή. Και όχι μόνο στο παρκέ. Κυρίως στην εξέδρα. Εκεί που η αντιπαλότητα είχε πάθος, είχε πείσμα, είχε πικρό χαμόγελο — αλλά δεν είχε μίσος. Και σίγουρα δεν είχε αυτά που είδαμε στο ΣΕΦ, στον δεύτερο τελικό ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό…
Η εκτροπή των …“αιωνίων”
Ναι, όλοι είδαμε τι έγινε στο γήπεδο. Είδαμε συνεχείς διακοπές στον αγώνα. Προκλήσεις εκατέρωθεν από τους δύο πάγκους. Παράγοντες να δημιουργούν κλίμα. Οι οπαδοί να ανταποδίδουν. Οι προπονητές να έχουν κόντρες με καλαθοσφαιριστές. Όλα αυτά που δεν πρέπει να συμβαίνουν σε έναν αγώνα μπάσκετ. Κι όμως, έγιναν — και δεν ήταν καν η πρώτη φορά. Η αντιπαλότητα Ολυμπιακού Παναθηναϊκού σήμερα έχει ξεφύγει από τα όρια. Δεν είναι πια απλώς ένα “αιώνιο ντέρμπι”. Είναι μια σύγκρουση με όρους εμφυλίου. Και η ουσία του αθλητικού πνεύματος έχει χαθεί κάπου ανάμεσα σε φωτοβολίδες, βρισιές και εντάσεις που μόνο πρόβλημα δημιουργούν.
Το Αλεξάνδρειο και ο μπασκετικός πολιτισμός
Ας θυμηθούμε λίγο το παρελθόν. Το Αλεξάνδρειο ήταν κοινή έδρα. Στα μεγάλα ντέρμπι του Άρη με τον Πάοκ υπήρχαν και οι δύο πλευρές στις κερκίδες. Με σημαίες, με καζούρα, με πάθος, αλλά χωρίς μάσκες, φωτοβολίδες και μπραβιλίκια. Ο Άρης τότε κυριαρχούσε, είχε τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Σούμποτιτς. Ο Πάοκ ερχόταν από πίσω, φιλόδοξος και πεινασμένος. Η κόντρα ήταν τεράστια. Αλλά ακόμα και τότε, υπήρχε ρομαντισμός. Υπήρχε μπασκετική κουλτούρα. Έπαιζε ρόλο το τι κάνεις στο παρκέ — όχι στο πεζοδρόμιο ή στα social media.
Προσωπικές αναμνήσεις από ντέρμπι Άρη-Πάοκ
Θυμάμαι καλά τι σήμαινε να πηγαίνω σε τέτοιους αγώνες. Ξεκινούσα από το σπίτι μαζί με έναν καλό μου φίλο που ήταν παοκτσής. Μαζί στη διαδρομή, μαζί στην είσοδο του Αλεξανδρείου. Μπαίναμε, χωριζόμασταν στις κερκίδες — εκείνος πήγαινε στη δική του πλευρά, εγώ στη δική μου. Για 40 λεπτά ήμασταν αντίπαλοι. Φωνάζαμε, χειροκροτούσαμε, πειραζόμασταν. Όπως πρέπει. Μετά τον αγώνα όμως, βγαίναμε πάλι μαζί και περπατούσαμε προς το σπίτι, κουβεντιάζοντας για τον αγώνα, για τις φάσεις, για το ποιος ήταν καλύτερος. Αυτό ήταν το μπάσκετ. Αυτό ήταν ο αθλητισμός.
Σεβασμός και απώλεια κουλτούρας
Το λέω ξεκάθαρα: ναι, υποστηρίζω τον Άρη. Αλλά ποτέ δεν σιχάθηκα τον Πάοκ. Δεν τον φοβήθηκα, δεν τον ζήλεψα. Τον σεβάστηκα. Ήταν ο αντίπαλος. Αλλά ήταν και μέρος του ίδιου μπασκετικού κόσμου. Αυτόν τον κόσμο που σήμερα μοιάζει να έχει χαθεί. Και δεν φταίνε μόνο οι ομάδες. Φταίμε όλοι λίγο. Και κυρίως όσοι ξέχασαν ότι ο αθλητισμός είναι για να ενώνει. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, σε κάθε τελικό, σε κάθε ντέρμπι, υπάρχει ο φόβος. Ακόμα κι όταν παίζουν χωρίς φιλοξενούμενους, ακόμα κι όταν υπάρχουν χίλια μέτρα ασφαλείας. Η βία στα γήπεδα έχει γίνει μέρος του “πακέτου”. Και δεν είναι καν η εξαίρεση — είναι ο κανόνας.
Το παρελθόν ως μάθημα για το μέλλον
Δεν θέλω να ιδεαλίσω τα παλιά. Είχαμε και τότε τις εντάσεις μας. Αλλά αυτό που ζούμε σήμερα δεν έχει καμία σχέση με το μπάσκετ. Και κυρίως, δεν έχει σχέση με τους ανθρώπους που αγαπούν το άθλημα. Δεν γράφω αυτό το άρθρο για να πω «παλιά ήταν καλύτερα». Γράφω γιατί βλέπω ότι το “τώρα” είναι επικίνδυνο. Και γιατί το “παλιά” έχει πράγματα να μας μάθει. Πώς να είμαστε αντίπαλοι, αλλά όχι εχθροί. Πώς να γεμίζουμε γήπεδα με χρώμα και όχι με μίσος. Πώς να αγαπάμε την ομάδα μας χωρίς να μισούμε τους άλλους. Το μπάσκετ του Άρη στα ‘80s, με όλες του τις δόξες και τις αντιπαλότητες, ήταν ένα μάθημα πολιτισμού. Και σήμερα, μέσα στη σκοτεινιά του ελληνικού αθλητισμού, αυτό που μας λείπει περισσότερο δεν είναι μόνο οι τίτλοι — είναι το ήθος.